- φυσίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια πνευμονοφόρων γαστερόποδων μαλακίων τής υπέρταξης βασσοματοφόρα, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος φύσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. physidae].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύσα — η / φῡσα, ΝΑ 1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά 2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών… … Dictionary of Greek